ἁλικίᾳ — ἁλικίᾱͅ , ἁλικία fem dat sg (attic doric aeolic) ἁ̱λικίαι , ἡλικία time of life fem nom/voc pl (doric) ἁ̱λικίᾱͅ , ἡλικία time of life fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλικίας — ἁλικίᾱς , ἁλικία fem acc pl ἁλικίᾱς , ἁλικία fem gen sg (attic doric aeolic) ἁ̱λικίᾱς , ἡλικία time of life fem acc pl (doric) ἁ̱λικίᾱς , ἡλικία time of life fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλικίαν — ἁλικίᾱν , ἁλικία fem acc sg (attic doric aeolic) ἁ̱λικίᾱν , ἡλικία time of life fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλικία — (Νομ.). Σε αστική, σε διοικητική και σε ποινική ύλη, το δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην η. ως προς τη γενικότερη δικαιοπρακτική ικανότητα, την ευθύνη ή τις ειδικότερες συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών του προσώπου. Σύμφωνα με τον ελληνικό … Dictionary of Greek